αδιαπαιδαγώγητος

αδιαπαιδαγώγητος
η , ο [ος , ον ]
1) невоспитанный; 2) некультурный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδιαπαιδαγώγητος" в других словарях:

  • αδιαπαιδαγώγητος — η, ο αυτός που δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί, δεν έχει μορφωθεί: Ο λαός της αρχαίας Σπάρτης ήταν πολιτικά αδιαπαιδαγώγητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαπαιδαγώγητος — η, ο [διαπαιδαγωγώ] αυτός που δεν διαπαιδαγωγήθηκε ή που δεν είναι δυνατόν να διαπαιδαγωγηθεί, να τού δοθεί η κατάλληλη αγωγή, αμόρφωτος, απαίδευτος, απολίτιστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»